Ποιο διατροφικό μοντέλο είναι τελικά το «σωστό»;
Τι ξέρουμε (και τι ΔΕΝ ξέρουμε) για τις διάφορες δίαιτες.

Οι διατροφικές τάσεις αλλάζουν σχεδόν τόσο συχνά όσο και η μόδα, οπότε προκύπτει το ερώτημα: Ποιο διατροφικό μοντέλο είναι τελικά το «σωστό»; Μεσογειακή, κετογονική, vegan δίαιτα, διαλειμματική νηστεία — όλες υπόσχονται υγεία, ενέργεια και, φυσικά, απώλεια βάρους. Τι μας δείχνουν όμως τα επιστημονικά στοιχεία;
Καταρχήν είναι εξαιρετικά δύσκολο να διεξαχθούν υψηλής ποιότητας και ακρίβειας ιατρικές έρευνες για τα διατροφικά μοντέλα. Κι αυτό γιατί δεν είναι εύκολο να καταγραφεί με λεπτομέρεια τί, πόσο και πότε τρώει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων κάθε μέρα. Οι διατροφικές μας συνήθειες αλλάζουν συχνά και με τρόπο απρόβλεπτο. Ακόμα και σε μελέτες όπου οι συμμετέχοντες παρακολουθούνται στενά και τους δίνεται συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής, τα στοιχεία που προκύπτουν είναι σχεδόν πάντα κατά προσέγγιση και όχι απόλυτα ακριβή.
Λαμβάνοντας αυτόν τον περιορισμό υπόψιν, τα στοιχεία που έχουμε συντείνουν στο ότι μια διατροφή βασισμένη σε φυτικές ίνες, φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, ελαιόλαδο και ψάρια —όπως η παραδοσιακή μεσογειακή— σχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά νοσημάτων, χαμηλότερο σωματικό βάρος και μεγαλύτερη μακροβιότητα. Ομοίως, είναι σημαντική η πρόσληψη του μεγαλύτερου μέρους των καθημερινών θερμίδων από πηγές φυτικής προέλευσης, π.χ. η λήψη πρωτεινών μέσω κατανάλωσης οσπρίων. Η μείωση κατανάλωσης ζάχαρης και επεξεργασμένων τροφών (αυτές είναι όσες έχουν τροποποιηθεί από την αρχική τους φυσική μορφή, κυρίως βιομηχανικά) βοηθά στον έλεγχο του μεταβολισμού και τη μείωση του σωματικού λίπους.

Από την άλλη, δεν έχουμε σαφείς απαντήσεις για το αν η διαλειμματική νηστεία υπερτερεί μακροπρόθεσμα έναντι άλλων μοντέλων ή ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της σε ασθενείς με συνοδά νοσήματα (π.χ. διαβήτη ή καρδιακά νοσήματα). Οι κετογονικές δίαιτες έχουν αμφιλεγόμενη επίδραση στο μεταβολισμό και όχι επαρκώς τεκμηριωμένη ασφάλεια. Δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το «ιδανικό» ποσοστό πρωτεΐνης, λίπους και υδατανθράκων για κάθε άνθρωπο, ούτε πώς αυτό μπορεί να προσδιοριστεί με έστω σχετική ακρίβεια σε ένα γεύμα. Επίσης, οι γενετικές και ορμονικές διαφορές μεταξύ ατόμων και οι διαφορές στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου φαίνεται ότι επηρεάζουν το πώς ανταποκρινόμαστε στις ίδιες τροφές — κάτι που η έρευνα μόλις αρχίζει να χαρτογραφεί. Το πότε κάνουμε ένα γεύμα μέσα στην ημέρα και η διαδοχική σειρά με την οποία καταναλώνουμε τα τρόφιμα φαίνεται να έχουν σημασία, χωρίς όμως να υπάρχουν ακόμα επαρκή δεδομένα γι αυτές τις παραμέτρους.
Συμπερασματικά, μόνο για τη μεσογειακή διατροφή διαθέτουμε μέχρι σήμερα επαρκή και σταθερά επιστημονικά δεδομένα — όχι μόνο για τη θρεπτική της αξία, όπως αποτυπώνεται στη γνωστή μεσογειακή πυραμίδα, αλλά και ως φιλοσοφία διατροφής που περιλαμβάνει μικρές μερίδες, επιμελή επιλογή υλικών, προσεγμένο μαγείρεμα και κοινά γεύματα με παρέα. Νεότερα πρότυπα, όπως η διαλειμματική νηστεία, παρουσιάζουν θετικά πρώτα ευρήματα, η επιστήμη όμως χρειάζεται χρόνο και προσεκτική αξιολόγηση πριν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Τέλος, κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικές ανάγκες και προτιμήσεις, γι’ αυτό και η εξατομίκευση της διατροφής και η αξιολόγηση από ομάδα ειδικών έχουν εξαιρετική σημασία.
